- διακριβώνω
- (AM διακριβῶ·, -όω) [ακριβώ]1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, -η, -ο (AM διηκριβωμένος, -η, -ον)αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες τουαρχ.1. εικονίζω ακριβώς, παριστάνω ακριβώς2. εξετάζω ή συζητώ με ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια.
Dictionary of Greek. 2013.